ταπιτάριος

ταπιτάριος
ὁ, Α
βλ. ταπητάριος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ταπητάριος — και ταπιτάριος, ὁ, Α κατασκευαστής ή πωλητής ταπήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάπης, ητος / τάπις + κατάλ. άριος (πρβλ. πεζικ άριος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”